Μυριγγοτομή - Τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού
Η μυριγγοτομή είναι η χειρουργική διαδικασία κατά την οποία γίνεται μια μικρή σχάση στο τύμπανο ώστε να επιτευχθούν δύο, κυρίως, θεραπευτικοί στόχοι. Πρώτον, η παροχέτευση υγρού έχει συσσωρευτεί πίσω από το τύμπανο, είτε ειναι ορώδες είτε πυώδες είτε αλλης σύστασης όπως π.χ κολλώδες και δεύτερον την ταυτόχρονη αποκατάσταση της ακοής. Η μυριγγοτομή σε ενήλικες μπορεί να επιτελεστεί σε περιβάλλον ιατρείου με τοπική αναισθησία. Η επέμβαση είναι αρκετά καλά ανεκτή και το αποτέλεσμά της είναι άμεσο. Η τομή στο τύμπανο κλείνει από μόνη της μέσα σε λίγες ημέρες. Συμβουλεύουμε τον ασθενή να αποφύγει να περάσει νερό στο αυτί του για 3 ημέρες και να μην προσπαθεί να “ξεβουλώσει” το αυτί φυσώντας τη μύτη του (valsalva). Στα παιδιά η μυριγγοτομή επιτελείται υπό γενική αναισθησία και ειναι πολύ καλά ανεκτή μετεγχειρητικά. Επίσης συνοδεύεται πολύ συχνά από αδενοτομή για αποφυγή νέων υποτροπών μέσης ωτίτιδας.
Ανάλογα με το ιστορικό του ασθενούς αλλά και τη σύσταση του υγρού που παροχετεύεται, αποφασίζουμε εαν θα χρειαστεί να τοποθετήσουμε στην οπή της μυριγγοτομής ένα σωληνίσκο αερισμού του μέσου ωτός. Το σωληνάκι αυτό έχει σα στόχο την παράταση ομαλής πίεσης εκατερωθεν το τυμπάνου και την σταδιακή παροχεύτευση τυχόν υπολειπόμενου υγρού, ειδικά όταν αυτό είναι κολλώδες (glue ear). Μετεγχειρητικά συμβουλευουμε τον ασθενή να αποφεύγει να περνάει μέγάλη ποσότητα νερου στο αυτί του όπως να βουτάει βαθια στη θάλασσα. Η μικροποσότητα νερού δεν αποτελεί πρόβλημα.
Οι σωληνίσκοι αερισμού μπορεί ναι είναι παροδικοί ή μόνιμοι ανάλογα με το ιστορικό του ασθενούς και τη χρονικη διάρκεια που θελουμε να εξασφαλίσουμε τον ομαλό αερισμό της τυμπανικής κοιλότητας. Οι παροδικοί σωληνίσκοι αερισμού αποπίπτουν μόνοι τους μέσα σε διάστημα που ποικίλει από μερικούς μήνές έως και 1 έτος. Οι μονιμοι αφαιρούνται πάλι υπό αναισθησία από τον ΩΡΛ.
Οι επιπλοκές της μυριγγοτομής είναι σπάνιες με πιο χαρακτηριστική την μόνιμη διάτρηση του τυμπάνου και επακόλουθη μικρή βαρηκοία αγωγιμότητας. Επιπλοκή των σωληνίσκων αερισμού είναι, πέρα από την μόνιμη διάτρηση η οποία είναι ελάχιστα πιο συχνή, σε σχεση με την απλή μυριγγοτομή, η απόφραξη του σωληνίσκου από συγκρίματα και επιμόλυνση της κοιλότητας του μέσω ωτός. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται η άμεση απομάκρυνσή του και εκ νέου τοποθέτηση εαν απαιτείται.
Μικρολαρυγγοσκόπηση
Η μικρολαρυγγοσκόπηση είναι στην ουσία η ενδοσκοπική χειρουργική λάρυγγος και πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία. Εκτελείται διά μέσου του στόματος με χρήση ειδικών λαρυγγοσκοπίων που επιτρέπουν την άμεση πρόσβαση στο λάρυγγα και οι χειρισμοί επιτυγχάνονται με τη βοήθεια ειδικού μικροσκοπίου. Με τον τρόπο αυτό ο χειρουργός έχει μια λεπτομερέστατη επισκοπική εικόνα όλου του λάρυγγα καθώς και τρόπο να χειρουργήσει στην περιοχή χωρίς εξωτερικές τομές. Ο λόγοι που ο χειρουργός ΩΡΛ θα προτείνει τη συγκεκριμένη επέμβαση είναι διαγνωστικοί αλλά και θεραπευτικοί. Προεγχειρητικά πρέπει να εκτιμάται η δυνατότητα του ασθενούς να λάβει γενική αναισθησία καθώς και η αιμορραγική του διαθεση.
Διαγνωστικά η μικρολαρυγγοσκόπηση χρησιμεύει για την καλύτερη μελέτη των διάφορων αλλοιώσεων του βλεννογόνου του λάρυγγα, καθώς ο χειρουργός έχει περισσότερη άνεση χρόνου και μεγαλύτερη μεγέθυνση χάρη στο μικροσκόπιο. Ταυτόχρονα, δίδεται η δυνατότητα να ληφθούν οι απαραίτητες βιοψίες ώστε να γίνει η ακριβής ταυτοποίηση των διάφορων ύποπτων περιοχών.
Θεραπευτικά, γίνεται με διάφορα μέσα και εργαλεία η λεπτομερής αφαίρεση των βλάβών του βλεννογόνου όπως πολύποδες, κύστεις κοκκιώματα και άλλες παθήσεις. Εδώ ιδιαίτερο ρόλο παίζει το Laser ως μέθοδος εκτομής το οποίο σε έμπειρα χειρουργικά χέρια πετυχαίνει λιγότερη αιμορραγία, μικρότερους χειρουργικούς χρόνους και ομαλότερη μετεγχειρητική πορεία. Η αιμόσταση αποτελεί βασικό χειρουργικό στάδιο πριν το ξύπνημα του ασθενούς.
Οι επιπλοκές της μικρολαρυγγοσκόπησης εξαρτώνται από το βάθος και την έκταση των εκτομών που επιτελούνται είτε με Laser είτε με συμβατικά εργαλεία. Σε μικρές επεμβασεις (πολύποδες, κύστεις, βιοψίες μικρής έκτασης, εγχύσεις) δεν περιμένουμε σοβαρές επιπλοκές. Η πιο συχνή επιπλοκή αποτελεί η κάκωση των δοντιών, μια και το μεταλλικο ειδικό λαρυγγοσκόπιο πιέζει την άνω γνάθο. Ωστόσο πάντα λαμβάνουμε τα μέτρα μας ώστε η πιθανότητα αυτή να ελαχιστοποιείται, με χρήση ειδικής οδοντικής πρόθεσης. Τέλος, η βραχνάδα είναι συχνό επακόλουθο της μικρολαρυγγοσκόπησης και εξαφανίζεται σχετικά γρήγορα, εφόσον δεν εχει διαταραχθεί η στηρικτική δομή των φωνητικών χορδών.
Μετά την ανάνηψη, ο ασθενής, στη συντριπτική πλειοψηφία των απλών περιστατικών, παίρνει εξιτήριο αυθημερών, με οδηγίες για αφωνία, ενυδάτωση και πρόληψη γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης. Αντιβιοτική αγωγή κατά κανόνα δεν απαιτείται μετά το χειρουργείο, ωστόσο γίνεται μια δόση κατά τη διάρκεια του χειρουργείου.
Παρωτιδεκτομή – χειρουργική υπογνάθιου σιελογόνου αδένα
Κύρια ένδειξη παρωτιδεκτομής αποτελεί η αφαίρεση καλόηθων ή κακόηθων όγκων που διαπιστώνονται στον αδένα, για το λόγο αυτό απαιτείται προεγχειρητικά ενδελεχής κλινικοεργαστηριακός έλεγχος που υποχρεωτικά πρέπει να περιλαμβάνει μαγνητική ή αξονική τομογραφία με σκιαγραφικό και βιοψία δια λεπτής βελόνης. Η πρόκληση του συγκεκριμένου χειρυργείου είναι η ασφάλεια του προσωπικού νεύρου, του οποίου οι κλάδοι περνάνε μέσα από τον αδένα. Σε αυτή την ιδιαίτερη ανατομική σχέση, το επίπεδο του προσωπικού νεύρου διαχωρίζει την παρωτίδα σε επιφανειακό (επιπολής) και βαθύτερο (εν τω βαθει) λοβό. Η παρουσία βλάβης στο επιπολής λοβό συνήθως απαιτεί επιπολής παρωτιδεκτομή, ενώ αντίθετα, αν η βλάβη βρίσκεται και στο εν βάθει λοβό, τότε απαιτεί ολική παρωτιδεκτομή. Η διατήρηση του νεύρου εξαρτάται από το αν εχει διηθηθεί από κακοήθεια. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συνήθως πάρεση (παράλυση) του νεύρου ήδη προεγχειρητικά και αποτελεί δυσμενή προγνωστικό παράγοντα. Στην περίπτωση που το νεύρο είναι υγιές, και εφόσον αυτό διαπιστωθεί αφού αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια της επέμβασης, τότε είναι χρέος του χειρουργού να το διαφυλάξει.
Η αναγνώριση του νεύρου γίνεται εφόσον ο χειρουργός έχει την απαραίτητη εμπειρία, ακολουθόντας ειδικά ανατομικά στοιχεία αλλά πλέον η επιστήμη μας επιτρέπει να ανιχνεύουμε το νεύρο πιο εύκολα με τη μέθοδο της νευροδιέγερσης. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται πολύ η πιθανότητα να τραυματιστούν οι νευρικές ίνες του προσωπικού νεύρου κατά τη διάρκεια του χειρουργείο.
Η επέμβαση διαρκεί περίπου δύο ώρες ανάλογα με τη βλάβη που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Στο τέλος της επέμβασης τοποθετείται μια μικρή παροχέτευση κενού στο χειρουργικό πεδίο ώστε να συλλεχθεί οποιαδήποτε μικροποσότητα αίματος προκύψει. Αφαιρείται την επόμενη μέρα ανώδυνα λίγο πριν το εξιτήριο.
Μετεγχειρητικές επιπλοκές είναι σπάνιες και περιλαμβάνουν την μετεγχειρητική αιμορραγία, τη συλλογή ορού ή σάλιου υποδερματικά (seroma) , την πάρεση του προσωπικού νεύρου, τη μετεγχειρητική λοίμωξη του τραύματος (διαπυηση) και τέλος το σύνδρομο Frey που χαρακτηρίζεται από εφίδρωση στην χειρουργηθείσα περιοχή κατά τη διάρκεια του φαγητού (gustatory sweating). Το σύνδρομο Frey μπορεί να προληφθεί με ειδικές τέχνικές, αλλά εάν παρόλα αυτά συμβεί τότε αντιμετωπίζεται με botox.
Οι καλοήθεις και οι κακοήθεις όγκοι του υπογναθίου σιελογόνου αδένα, η εκτεταμένη λιθίαση καθώς και η χρόνια φλεγμονή αυτού, απαιτούν την χειρουργική αφαίρεσή του. Όπως και στην παρωτιδεκτομή, έτσι και στην εκτομή του υπογνάθιου αδένα, απαιτείται προεγχειρητικός έλεγχος με μαγνητική ή αξονική τομογραφία με σκιαγραφικό καθώς και ταυτοποίηση του ιστολογικού τύπου της βλάβης με βιοψία δια λεπτής βελόνης ( FNAB).
Πρόκειται για μια επέμβαση που η κύρια πρόκλησή της είναι η διαφύλαξη του χειλικού κλάδου του προσωπικού νεύρου καθώς περνάει πλησίον του αδένα καθώς και η επιμελής αιμόσταση. Μετεγχειρητικά, τοποθετείται και εδώ παροχέτευση κενού που αφαιρείται την επομένη λίγε ώρες πριν ο ασθενής πάρει εξιτήριο. Σπανιες επιπλοκές αποτελούν η μετεγχειρητική αιμορραγία, η διαπύηση του τραύματος (λοίμωξη) και η πάρεση του χειλικού κλάδου του προσωπικού νεύρου που προκαλεί πτώση της γωνίας του χείλους.
Τόσο η παρωτιδεκτομή όσο και η εκτομή του υπογνάθιου σιελογόνου αδένα μπορεί να συνδιαστούν με τοπική αφαίρεση λεμφαδένων (λεμφαδενικός καθαρισμός) εφόσον το απαιτεί ο ιστολογικός τύπος της βλάβης.